- πρωτεσιλάειον
- τὸ, Α [Πρωτεσίλαος]1. το μνημείο τού Πρωτεσίλαου, τού αρχηγού τών Θεσσαλών, στη Θρακική χερσόνησο κατά τον πόλεμο εναντίον τής Τροίας2. στον πληθ. τὰ πρωτεσιλάειαεορτή την οποία τελούσαν προς τιμή τού Πρωτεσίλαου.
Dictionary of Greek. 2013.